
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου (ΚΠΕ) αποτελεί μια από τις σοβαρότερες μορφές καρκίνου παγκοσμίως. Στις δυτικές κοινωνίες, κατατάσσεται τρίτος σε συχνότητα εμφάνισης τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, ενώ αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο. Στην Ευρώπη, παρατηρούνται υψηλά ποσοστά θνησιμότητας στις ανατολικές και βορειοδυτικές χώρες, ενώ οι χώρες της νότιας Ευρώπης εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά. Στην Ελλάδα, η θνησιμότητα από ΚΠΕ είναι η χαμηλότερη μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., ωστόσο, εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική αιτία θνησιμότητας.
Παράγοντες Κινδύνου και Επιδημιολογικά Δεδομένα
Η συχνότητα εμφάνισης του ΚΠΕ αυξάνεται με την ηλικία, ενώ εμφανίζεται εξίσου σε άνδρες και γυναίκες. Ωστόσο, ο καρκίνος του ορθού είναι πιο συχνός στους άνδρες. Η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου ανέρχεται στο 6%. Οι γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξή του, με την πλειονότητα των περιπτώσεων να ξεκινά από προκαρκινωματώδεις βλάβες, όπως οι αδενωματώδεις πολύποδες.
Ομάδες Κινδύνου
Ο κίνδυνος ανάπτυξης αδενωματώδους πολύποδα στον γενικό πληθυσμό εκτιμάται στο 20%. Οι ασθενείς διακρίνονται σε δύο ομάδες:
- Άτομα μέσου κινδύνου (90%): Περιλαμβάνει όσους δεν έχουν άλλους παράγοντες κινδύνου εκτός της ηλικίας (>50 ετών).
- Άτομα αυξημένου κινδύνου (10%): Περιλαμβάνει όσους έχουν:
- Ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό πολυπόδων ή καρκίνου του παχέος εντέρου.
- Χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (ελκώδη κολίτιδα, νόσος Crohn).
- Κληρονομικά σύνδρομα, όπως η οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση και το σύνδρομο Peutz-Jeghers.
Στα άτομα αυξημένου κινδύνου συστήνεται τακτική παρακολούθηση μέσω ενδοσκοπικών ελέγχων.
Συμπτώματα και Διάγνωση
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς εμφανή συμπτώματα στα αρχικά στάδια, καθιστώντας την πρόληψη κρίσιμη. Ωστόσο, σε πιο προχωρημένα στάδια, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν:
- Αλλαγές στις εντερικές συνήθειες (διάρροια ή δυσκοιλιότητα που διαρκεί για εβδομάδες).
- Αίμα στα κόπρανα ή αιμορραγία από το ορθό.
- Αίσθηση ατελούς κένωσης του εντέρου.
- Ανεξήγητη απώλεια βάρους.
- Κοιλιακό άλγος, κράμπες ή δυσφορία.
Η διάγνωση γίνεται μέσω κολονοσκόπησης, η οποία επιτρέπει την ανίχνευση πολύποδων και τη λήψη βιοψιών. Άλλες διαγνωστικές εξετάσεις περιλαμβάνουν την αξονική κολονογραφία και τον έλεγχο κοπράνων για ανίχνευση αίματος.
Πρόληψη και Θεραπεία
Η προληπτική κολονοσκόπηση αποτελεί το βασικό διαγνωστικό εργαλείο για την ανίχνευση προκαρκινικών αλλοιώσεων και την πρόληψη του ΚΠΕ. Η διαδικασία πραγματοποιείται με την εισαγωγή ενός εύκαμπτου ενδοσκοπίου μέσω του ορθού, αφού προηγηθεί καθαρισμός του εντέρου με κατάλληλα καθαρτικά. Η κολονοσκόπηση συνιστάται κυρίως σε άτομα άνω των 50 ετών, καθώς και σε όσους ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.
Η εξέταση είναι ανώδυνη, καθώς γίνεται υπό ήπια καταστολή. Αν εντοπιστούν πολύποδες ή ύποπτες βλάβες, αφαιρούνται επιτόπου ή λαμβάνεται βιοψία για περαιτέρω ανάλυση. Η συχνότητα επανάληψης της κολονοσκόπησης εξαρτάται από τα ευρήματα και την κλινική εικόνα του ασθενούς.
Η θεραπεία του ΚΠΕ εξαρτάται από το στάδιο της νόσου και μπορεί να περιλαμβάνει:
- Χειρουργική επέμβαση: Η αφαίρεση του προσβεβλημένου τμήματος του παχέος εντέρου.
- Χημειοθεραπεία: Χορηγείται σε προχωρημένα στάδια ή μετά τη χειρουργική επέμβαση για τη μείωση της πιθανότητας υποτροπής.
- Ακτινοθεραπεία: Χρησιμοποιείται κυρίως για τον καρκίνο του ορθού, συχνά σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία.
- Στοχευμένες θεραπείες: Περιλαμβάνουν βιολογικούς παράγοντες που αναστέλλουν την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων.
Διατροφή και Τρόπος Ζωής
Η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης ΚΠΕ. Οι βασικές συστάσεις περιλαμβάνουν:
- Κατανάλωση φυτικών ινών από φρούτα, λαχανικά και δημητριακά ολικής άλεσης.
- Περιορισμό της πρόσληψης κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος.
- Αποφυγή υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ και διακοπή του καπνίσματος.
- Τακτική σωματική άσκηση και διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους.
Συμπέρασμα
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι μία σοβαρή, αλλά προλήψιμη νόσος. Η έγκαιρη διάγνωση μέσω προληπτικού ελέγχου, η υγιεινή διατροφή και η αποφυγή παραγόντων κινδύνου μπορούν να μειώσουν σημαντικά τη θνησιμότητα από τη νόσο. Η τακτική επικοινωνία με τον γαστρεντερολόγο και η τήρηση των προληπτικών εξετάσεων αποτελούν βασικά βήματα για τη διατήρηση της υγείας του πεπτικού συστήματος.